φῶρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, detecter, discoverer, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῶρος: ὁ, «κατάσκοπος» Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που εξιχνιάζει ή ανακαλύπτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Πρόκειται πιθ. για τ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς].