φῶρος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῶρος Medium diacritics: φῶρος Low diacritics: φώρος Capitals: ΦΩΡΟΣ
Transliteration A: phō̂ros Transliteration B: phōros Transliteration C: foros Beta Code: fw=ros

English (LSJ)

ὁ, detecter, discoverer, Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φῶρος: ὁ, «κατάσκοπος» Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που εξιχνιάζει ή ανακαλύπτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Πρόκειται πιθ. για τ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς].