ἐμβιόω
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
A fut. -ώσομαι Philostr.Her. 2.3:—live in, ἐν νήσῳ D.S.5.19; ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.31; ἐ. πέντε.. ἡγεμονίαις Plu.Galb.29, etc.; ἐ. πολιτικαῖς πράξεσιν Id.2.789a.
II of plants, become established, Thphr. HP 3.6.4; simply, take root, ib. 6.7.3; τῇ γῇ Philostr. l.c.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. subj. 3a sg. ἐμβιῷ Thphr.CP 2.17.2; perf. part. neutr. plu. ἐνδεδιωκότα TEracl.1.120 (Heraclea IV a.C.)]
1 cobrar vida, de plantas y árboles arraigar, prender πάντα πεφυτευμένα ... καὶ ἐνδεδιωκότα TEracl.l.c., (τὸ ἀβρότονον) ἐμβιῶσαν δὲ καὶ αὐξηθέν, μέγα ... καὶ δενδρῶδες Thphr.HP 6.7.3, cf. 3.6.4, CP 1.2.1, c. dat. κἂν ἡ μὲν ἀειφύλλοις, ἡ δὲ ἐν φυλλοβόλοις ἐμβιῷ ref. al hábitat de dos plantas parásitas, Thphr.l.c.
•en v. med. mismo sent. καὶ τὰ δένδρα δὲ εἶπεν ἐμβιώσεσθαι τῇ γῇ μᾶλλον, εἰ ... Philostr.Her.13.13.
2 vivir, pasar la vida τὸ ἐμὸν ἱμάτιον ἐμβιῶναι μὲν ἐπιτήδειον, ἐναποθανεῖν δὲ οὐχί; ¿acaso mi ropa vale para vivir, pero no para morir en ella? Socr. en D.L.2.35, c. dat. ἐν αὐτῇ (νήσῳ) D.S.5.19, cf. 5.39, τῇ κοπρίᾳ Oenom.1 (p.74) ὡς ... τῷ τοῦ πατρὸς ἐμβιῴη μηρῷ de Dionisio, Philostr.VA 2.9, ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.21
•vivir, transcurrir su vida c. dat. de abstr. πολιτικαῖς πράξεσιν Plu.2.789a, τῇ τέχνῃ Them.Or.30.351b, πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας habiendo transcurrido su vida durante los gobiernos de cinco emperadores Plu.Galb.29, c. adv. πρὸς δὲ τὰς τῆς περιστάσεως ἰδιότητας διηλλαγμένως ἐμβιοῦσι viven de formas variadas según las particularidades del entorno D.S.3.19
•vivir, afincarse ξένοις δ' ἐμβιοῦν οὐκ ἔξεστιν ἐν Σπάρτῃ Par.Vat.57.
German (Pape)
[Seite 805] (s. βιόω), darin leben; ἐν τῇ νήσῳ D. Sic. 5, 19; πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας, der unter fünf Regierungen gelebt hatte, Plut. Galb. 29; aber ὁ ἐμβεβιωκὼς πολιτικαῖς πράξεσιν, der sich damit stets beschäftigt hat, an seni 9. – Von Pflanzen, fortkommen, gedeihen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ἐμβιῶ :
f. ἐμβιώσομαι, ao. ἐνεβίωσα, ao.2 ἐνεβίων, pf. ἐμβεβίωκα;
vivre dans.
Étymologie: ἐν, βιόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβιόω: μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, διέρχομαι τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν πέντε κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι μετὰ τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβιόω: (где-л.) жить (ἐν τῇ νήσῳ Diod.): πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας Plat. переживший царствование пяти императоров; ἐμβεβιωκὼς πολιτικαῖς πράξεσι Plut. проведший свой век в политической деятельности.