ἰδιαζόντως
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
[ῐδ], Adv. in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1235] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιαζόντως: (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ ὁμοίως, ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαζόντως: Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιαζόντως)
επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο
μσν.
1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια
2. διακεκριμένα
μσν.-αρχ.
ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων του ρ. ιδιάζω].