κυκλογράφος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
[γρᾰ], ον writing on a cycle of subjects, of Dionysius Scytobrachion, Procl. ad Hes. p.6 G., Tz.H.12.184.
German (Pape)
[Seite 1526] der den mythischen Cyklus behandelt, Geschichten aus den kyklischen Gedichten erzählt, Sp., vgl. Lob. Aglaoph. p. 990.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλογράφος: -ον, ὁ πραγματευόμενος ἐν συγγράμματι ἢ ποιήματι κύκλον τινὰ μύθων, κυκλικὸς ποιητής, Πρόκλ.· ἴδε κυκλικὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
(I)
κυκλογράφος, -ον (AM)
(για ποιητή) αυτός που πραγματεύεται κάποιο κύκλο μύθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -γράφος (< γράφω)].
(II)
ο
(ηλεκτρον.) είδος φωτοηλεκτρονικού οργάνου.