καταδαρθάνω
English (LSJ)
aor. κατέδαρθον (Att. inf. -δάρθειν acc. to Sch.Ar. Nu.38), Ep. κατέδρᾰθον, subj.
A καταδράθω Od.5.471; part. -δαρθόντα Ar.Pl.300 (-δαρθέντα codd.): aor. 1 Pass. κατεδάρθην is found in later writers, as Philostr.VA2.36, and 3pl. κατέδαρθεν A.R.2.1227: pf. καταδεδάρθηκα Pl.Smp.219c:—fall asleep, mostly in aor., to be asleep, ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od.7.285, cf. 23.18; τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον 8.296; καδδραθέτην, for κατεδραθέτην, 15.494; εἰ δέ κεν . . καταδράθω 5.471; ἔασον . . καταδαρθεῖν τί με Ar.Nu.38; ὁ μακαρίτης οἴχεται, κατέδαρθεν Ar.Fr.488.11, cf. Hp.Epid.5.37, X.Ages. 9.3: in pres., to be falling asleep, opp. ἀνεγείρεσθαι (to be waking), Pl.Phd.71d, 72b. 2 pass the night, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Th.6.61: so in pf., Pl.Smp.l.c.
German (Pape)
[Seite 1345] (s. δαρθάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, so Bekker, Wolf καταδραθῶ; von dem aor. κατεδράθην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρθείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρθεν, = κατεδάρθησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραθέτην, für κατεδραθέτην, 15, 494; καταδαρθεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρθάνειν, im Ggstz von ἀνεγείρεσθαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.