ἀνεπίφραστος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ἀνεπίφραστον, unthought of, δύαι Semon.1.21.
Spanish (DGE)
-ον inesperado δύαι Semon.2.21.
German (Pape)
[Seite 225] unbemerkt, unvermutet, Simon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίφραστος: -ον, ἀπαρατήρητος, ἀπροσδόκητος, δύαι Σιμων. Ἰαμβ. 1. 21.
Greek Monolingual
ἀνεπίφραστος, -ον (Α)
1. απαρατήρητος
2. απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»].