ὀδύνη
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ,
A pain of body, ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Od.9.440, cf.415, 17.567 ; ἀλεγεινή Il.11.398 ; ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο ib.268 ; ὀδύνῃσι πεπαρμένος 5.399 ; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν Pi.P.4.221 ; cf. ἕρμα 1.4 ; στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρ' . . κὠδύνη Ar.Th.484, cf. Pl.1131 : also in Prose, X.HG5.4.58(pl.), Thphr.HP9.11.3, etc. 2 pain of mind, grief, distress, once in Il., ὀ. Ἡρακλῆος grief for him, 15.25 : more freq. in Od., always in pl., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν 1.242 ; ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2.79,al. : after Hom. the pl. was most common in both senses, ὀ. δυσαπάλλακτοι, ἄλληκτοι, S.Tr.959, 986(both lyr.); ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ar.Ach.526 ; opp. φιλότητες, Antipho Soph.49 ; σφαδᾳσμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Pl.R.579e, cf. 574a, al.: but the sg.also occurs, ἐξ ὀλίγης ὀ. μέγα γίνεται ἄλγος Sol.12.59 ; γλώσσας ὀ. pain caused by the tongue, S.Ph.1142, cf. 827 (both lyr.), Tr.975 (anap.) ; ὀ. σε εἴληφε X.Smp.1.15 ; ὀ. μ' ἔχει Lyr.Alex.Adesp.1.3 ; μετ' ὀδύνης Men.706 ; τοῖς νενικημένοις ὀδύνη,=Lat. vae victis! Plu.Cam.28. (Perh. from ἐδ- ὀδ- 'eat', cf. θυμὸν ἔδων Od.10.379 : the Aeolians called τὰς ὀδύνας ἐδύνας acc. to Greg.Cor.p.597 S.)
German (Pape)
[Seite 294] ἡ (δύη), Schmerz; körperlich, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι πεπαρμένος 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübniß, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα πάθη μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit ἀλγηδών verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ ὀδύνη σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.