ἀμάω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
(A), Od.9.135, etc.; Ep. pres. part.
A ἀμάων A.R.3.1187, dat. pl. ἀμώντεσσι Theoc.10.16: impf. ἤμων Il.18.551: fut. ἀμήσω Hes. Op.480, Hdt.6.28: aor. ἤμησα Hes.Th.181, A.Ag.1044, Ep. ἄμησα (δι-) Il.3.359:—Med., Hes.Op.778, E.Fr.419: fut. ἀμήσομαι S.Fr. 625 (v. infr. 3), A.R.1.688:—Pass., aor. part. ἀμηθείς Nic.Al.216: pf. ἤμημαι (ἐξ-) S.Aj.1179. Simple Verb takes augm. in Hom., but not compds., v. Il.3.359, 24.165, Od.5.482. [Hom. has ᾱ in simple Verb, ᾰ in compds., Trag. always ᾰ; later, ᾱ Theoc.10.16,50, A.R. 1.1183, etc., ᾰ Theoc.11.73, Call.Cer.137, etc.]:—orig., reap corn, abs., ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551; ὑμνὸν ἀμάειν Hes.Op.392; θερίζειν καὶ ἀ. PHib.1.47.12 (iii B.C.); ἥμενος ἀμήσεις Hes.Op.480: metaph., ἤμησαν καλῶς they reaped abundantly, A.Ag. 1044: c.acc., μάλα κεν βαθὺ λήϊον . . εἰς ὥρας ἀμῷεν Od.9.135, cf. Thgn. 107; ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον Hdt.6.28, cf. 4.199; τἀλλότριον ἀρῶν θέρος Ar.Eq.392. b metaph., ἐλευθερίαν ἀμώμεθα Plu.2.210b. 2 generally, cut, λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες Il.24.451; θαλλὸν ἀμάσας Theoc.11.73:—Med., σχοῖνον ἀμησάμενος AP4.1.26 (Mel.); στάχυν ἀμήσονται A.R.1.688, cf. Call.Dian.164; ἀμῶνται Q.S.14.199. 3 mow down in battle. A.R.3.1187,1<*>82, AP9.362.25: fut. Med. ἀμάσεται is cited from S. (Fr.625) in this sense by Hsch.
ἀμάω (B), mostly Ep. in Med.,
A draw, gather (cf. ἐξ-, ἐπ-, καταμάομαι), ταλάροισιν ἀμησάμενοι [γάλα] Od.9.247, cf. A.R.3.859; ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599; ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ' αὐτοῖς A.R.1.1305: metaph., ἀρετήν Jul.Or.5.169b:—Act., χερσὶν ἀμήσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν, of a mourner, pouring dust on his head, AP7.241 (Antip.).—Poet. and later Prose. (Cl. Lith. sémti 'draw (water)'.)
German (Pape)
[Seite 118] mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριθοι ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόθεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 μάλα κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v. l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v. l. πονησάμενος; – τὸν σῖτον Her. 6, 28; θὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für θερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; καλῶς ἤμησαν, hatten Glück; θαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσθαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασθαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κόνις. sie bedeckt.