ὀγκώδης
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
(A), ες, (ὄγκος B)
A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα -εστέρα, of a horse, X.Eq.1.12 ; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA674b24. 2 bulky, σώματα ὀ., of birds, ib.694a11, cf. GA749b32 (Comp.). II metaph., puffed up, Pl.Men.90a ; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων weightiest, Arist.Po.1459b35 ; ὀ. ποιήματα bombastic, Phld. Po.5.5 ; τὸ ὀ. turgidity, D.H.Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.
ὀγκ-ώδης (B), ες, (ὀγκάομαι)
A given to braying, ονων -έστερος Ael.NA12.34.
German (Pape)
[Seite 291] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχθής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.