διαφαίνω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφαίνω Medium diacritics: διαφαίνω Low diacritics: διαφαίνω Capitals: ΔΙΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diaphaínō Transliteration B: diaphainō Transliteration C: diafaino Beta Code: diafai/nw

English (LSJ)

   A show through, let a thing be seen through, τὴν λευκότητα δ. Arist.GA735b20; Ἀὼς καλὸν διέφαινε πρόσωπον Theoc.18.26; δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1.    2 allow light to pass, Hero Aut. 27.1.    3 convey (to the reader), κατασκευήν Phld.Po.2.35.    II Pass., show through, νεκύων δ. χῶρος showed clear of dead bodies, Il. 8.491; to be seen through a transparent substance, Hdt.3.24; μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον impervious to light, Arist.GA780a34, cf.Pr.936a8; λίθος διαφαινόμενος transparent stone, Agatharch.82.    2 to glow, to be red-hot, μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Od.9.379.    3 metaph., to be proved, show itself, ἐν πείρα τέλος -εται Pi.N.3.71, cf. Th.2.51; to be conspicuous, δυνάμει ταῦτα μέγιστα διεφάνη Id.1.18; stand out, excel, πάνθ' ἁπλῶς ἂ διαφαίνεται prob. in Phld.Po.5.4.    III intr., show light through, to be transparent, ἱμάτια -οντα Philem.81; dawn, ἡμέρης -ούσης Hdt.7.219, cf. 8.83: metaph., shine through, τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τοῦ προσώπου διαφαίνει X.Mem.3.10.5.    2 πυρὰ διέφᾱνε (Dor. aor. 1) the pyre parted its flames, so as to allow a passage, Pi.P.3.44 (v.l. -φαινε).

German (Pape)

[Seite 609] (s. φαίνω), durchscheinenlassen; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; zeigen, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst intrans., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; ἤδη διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, anbrach, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε πυρά Pind. P. 3, 44. – Pass., hindurchscheinen, sichtbar werden: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 sich zeigen, Thuc. 1, 19 u. Sp.