πρόβλημα
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
ατος, τό, (προβάλλω)
A anything thrown forward or projecting, πόντου π. ἁλίκλυστον sea-washed promontory, S.Aj.1219 (lyr.). 2 hindrance, obstacle, Hp.Nat.Mul.67, Mul.1.20, Ael. NA2.13. II anything put before one as a defence, bulwark, barrier, προβλήματα ἀντ' ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δοράς Hdt.7.70, cf.4.175; τῶν . . π. τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Pl.Plt. 279d sq., cf. Sph.261a; σώματος π., of a shield, A.Th.540; νεῶν προβλήματα, of a wall, E.Rh.213; χαλκᾶ προβλήματα the brazen armour of horses, X.Cyr.6.1.51. 2 c.gen. objecti, defence against a thing, αἰχμῆς καὶ πέτρων A.Th.676; χείματος προβλήματα E.Supp. 208; π. χειμώνων Pl.Ti.74b; π. κακῶν Ar.V.615; κρύους π. ποιοῦνται τὴν ἐσθῆτα Plu.2.691d; but, 3 μηδὲν φόβου π. μηδ' αἰδοῦς ἔχειν to have neither fear nor reverence as a defence, S.Aj.1076; τὸν ποταμὸν π. λαβεῖν, ποιήσασθαι, Plb.2.66.1, 3.14.5. III anything put forward as an excuse, π. τοῦ τρόπου D.45.69; λαβὼν π. σαυτοῦ παῖδα making a screen of him, S.Ph.1008. IV task. business, E.El.985, Gal.11.250. 2 problem in Geometry, etc., Pl.R.530b, Tht.180csq., Plu. Marc.14, 19, etc.; φυσικὰ π. Epicur.Ep.2p.36U.; οἱ κατὰ πρόβλημα λόγοι (opp. τὰ ἐν τῷ βίῳ) theoretical, Phld.Lib.p.59 O. 3 in the Logic of Arist., question as to whether a statement is so or not, Arist. Top.101b28, cf. 104b1: τὰ π. title of work by Arist., cf. Mete.363a24, PA676a18, GA747b5, cf. προβληματικός; also of the extant work wrongly ascribed to Arist. 4 practical or theoretical problem, εἰς π. παμμέγεθες ἐνέπεσε Plb.28.13.9; εὕροντο λύσιν τοῦ π. Id.30.19.5; ἐν προβλήμασιν ἢ κρίνομεν ἢ βουλευόμεθα Hermog.Inv.1.1. 5 riddle, π. προβάλλειν LXX Jd.14.12.
German (Pape)
[Seite 711] τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. προβλής); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ' αἰδοῦς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., πρόβλημα ποιεῖσθαι, λαβεῖν τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ πρόβλημα τοῦ τρόπου τὸ σχῆμα τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς πρόβλημα παμμέγεθες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.