ἠρέμα
English (LSJ)
( ἠρέμᾰς before a vowel in A.R.3.170), Adv.
A gently, softly, ἥσυχος, ἠ., said as to a horse, Ar.Pax82 (anap.); ψήχειν ἠ. τὸν βουκέφαλον Id.Fr.42; ἠ. ἐπιγελάσαι Pl.Phd.62a; ἔχε ἠ. keep still, Id.Cra. 399e; ἠ. ἠρόμην Id.Prt.333e. b on the stage, aside, in a stagewhisper, Sch.E.Hec.1023, Or.671, Sch.A.Ch.46. 2 slightly, ἠ. ῥιλοῦν Pl.Tht.152b; ἀγανακτεῖν Id.Phlb.47a; δάκτυλοι . . ἠ. διηρθρωμένοι Arist.HA517a32: sts. with an Adj., ἐν ἠ. προσάντει Pl.Phdr. 230c; ἠ. λευκός Arist.Mete.375a21; ἠ. θερμός Id.GC326a12; ἠ. παθητικός ib.328b7; ἠ. ὁμοῖος Id.Top.117b23; ἠ. ψεκτός Id.EN1126b8; ἠ. καὶ γελοῖον rather ludicrous, dub. in Luc.Merc.Cond.28 codd. 3 slowly, περιφέρεσθαι Pl.R.617a.
German (Pape)
[Seite 1175] vor einem Vokal ἠρέμας (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), sanft, leise, allmälig, langsam; ἥσυχος, ἠρέμα, κάνθων ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., ἠρέμας ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von σφόδρα, Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; ἠρέμα καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem σφόδρα entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. λευκός dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. ἠρεμής u. ἠρεμαῖος.