διαφανής
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ές, (φαίνω)
A translucent, transparent, [ὕαλος] Ar.Nu.767; οὖρα Hp.Aph. 4.72, Epid.1.26.β; ὦτα Id.Coac.188; ὑδάτια Pl.Phdr.229b; χιτώνια Ar.Lys.48; χιτωνάριον Men.727, cf. IG5(1).1390.16,21; τὸ δ. Arist. de An.418b4,al. 2 red-hot, Hdt.2.9, 4.73, 75, Hp.Art.11. II metaph., manifest, τάδ' ἤδη διαφανῆ S.OT754; distinct, distinctly seen, φλέβες Hp.Epid.6.3.17; εἶδος δ. Pl.R.544c, 548c (Sup.). Adv. -νῶς Th.2.65, X.An.6.1.24: Sup. -έστατα D.C.37.46. 2 conspicuous, ἐν τοῖς ἄλλοις Pl.R.600b; εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους ἀρετῇ Id.Ti.25b. III Subst. δ., τό, talc, Gal.13.663, Orib.Fr.99.
German (Pape)
[Seite 609] ές, durchscheinend, durchsichtig; ὕαλος Ar. Nubb. 767; ὑδάτια Plat. Phaedr. 229 b; vgl. die Erklärung Tim. 67 d; Arist. u. Sp., z. B. λίθος Luc. Alex. 21; χιτώνια Ar. Lys. 48, δι' ὧν διαφαίνεται τὰ σώματα Suid.; dah. λίθος ἐκ πυρὸς διαφανής Her. 4, 73. 75; κλίβανος 2, 92, vom Feuer durchglüht. – Uebertr., einleuchtend; τάδ' ἤδη διαφανῆ Soph. O. R. 754; ὁμοίωσις Plat. Epinom. 990 d; berühmt; ἡ δύναμις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους διαφανὴς ἀρετῇ ἐγένετο Tim. 25 b; διαφανεῖς ἐν τοῖς ἄλλοις Rep. X, 600 b; so auch adv.; διαφανῶς ἄριστοι Legg. I, 634 b; ὁ θεὸς διαφανῶς σημαίνει Xen. An. 6. 1, 24; Thuc. 2, 65.