ἐγγράφω
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
A make incisions into, τὸ στέλεχος Thphr.HP5.1.2. 2 mark in or on, paint on, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐ. Hdt. 1.203; opp. ἐξαλείφω, Pl.R.501b. 3 engrave, inscribe, ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102, cf. 4.91; νόμους Lys. 30.2 (of codifiers, opp. ἐξαλείφω): —Med., ἢν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789:— Pass., to be written in, ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (sc. τῇ ἐπιστολῇ) Th.1.128; αὑτὸν εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν found his name entered in the letter for execution, ib. 132; δέλτον ἐγγεγραμμένην συνθήμαθ' S. Tr.157. 4 metaph., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52. 5 Geom., inscribe a figure in another, εἰς . . Euc.4.4, al.; ἐν . . Archim.Sph. Cyl.1.13, al. (Pass.). 6 Medic., include in a prescription, οἶνος ἐγγεγράφθω Aret.CD1.2. II enter in the public register, esp. of one's deme or phratria, ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Is.7.1; ἐγγράψαι τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας D.19.230; εἰς τοὺς φράτερας Id.39.4; ἐ. εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6; also ἱερὰν ἐ. τὴν οὐσίαν Alex.276:—Pass., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι D.18.261; Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην by the name of M., Id.39.4; τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol.1275a15; πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χλαμύδιον Antid. 2; εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax.366e. (A.Ch.699 is corrupt.) 2 indict, Ar.Pax1180, D.37.24:—Pass., ἐγγράφεσθαι λιποταξίου to be indicted for desertion, Aeschin.2.148. 3 of statedebtors, enter their names, ἐγγραφόντων οἱ ἄρχοντες τοῖς πράκτορσιν Lex ap. D.43.71; ἐγγεγραμμένος [ἐν ἀκροπόλει] registered among the state-debtors, D.25.4, cf. Arist.Ath.48.1; also of ἄτιμοι, Pl.Lg. 784d. (Perh. written ἐκγρ-, SIG742.29.)
German (Pape)
[Seite 701] eingraben, in eine Säule, Her. 4, 91; daraufmalen, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα Her. 1, 203; vgl. Plat. Rep. VI, 501 c; gew. darein-, daraufschreiben; οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα Aesch. Suppl. 524, wie übertr. im med., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Prom. 791; c. acc., δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήματα, worauf das Orakel geschrieben, Soph. Tr. 156; ἐν κύτει ἔγγραψον ὅρκους Eur. Suppl. 1202; ἐν ἐπιστολῇ τάδε ἐνεγέγραπτο Thuc. 1, 128; Folgde. – Bes. in Athen, in ein Verzeichniß eintragen; – a) in die Bürgerrolle, εἰς τοὺς δημότας καὶ εἰς ὀργεῶνας Is. 2, 15; Dem. 39, 5 u. sonst; εἰς τοὺς ἐφήβους Plat. Ax. 366 e; εἰς ἄνδρας Dem. 19, 230; auch in andere Klassen od. Verzeichnisse; εἰς τοὺς τριακοσίους 6, 60; εἰς συμμορίαν 39, 8; εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aesch. 1, 18; ähnlich εἰς τοὺς ἀτίμους, mit der Atimie bestraft werden, Plut. Them. 6; in Rom, in den Senat, Plut. Poplic. 11. – b) von Staatsschuldnern, die ins Staatsschuldenbuch, in eine Tafel auf der Akropolis eingetragen wurden; Plat. Legg. VI, 784 d; προσοφείλων ἐγγέγραμμαι Dem. 27, 63; ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει neben ὀφείλων τῷ δημοσίῳ 95, 4; vgl. 70, u. öfter. – C) auch = als Verklagten einschreiben lassen, anklagen; ἐνεγράφης λειποταξίου Aesch. 2, 148. – Uebertr., διανοίας ἀνθρώποις, einprägen, Xen. Cyr. 3, 3, 32; λόγους ψυχαῖς Plut. philos. esse cum princ. 4; s. oben die Stelle aus Aesch.