πλεονεξία
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A greediness, assumption, arrogance, τῶν Σπαρτιητέων ἡ π. Hdt.7.149, cf. And.4.13, Th.3.82, Isoc.12.240, Pl. R.359c, X.HG3.5.15; π. συγγενική wrong done to one's kin, Iamb. VP24.108. 2 assumption, αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι π. Arist.SE175a19. II advantage, Isoc.4.183, 15.275, D.23.128: pl., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ π. Isoc.3.22, etc.; αἱ π. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι, X.Cyn.13.10; ἐπὶ πλεονεξίᾳ with a view to one's own advantage, Th.3.84, X.Mem.1.6.12; μετὰ πλεονεξίας τινὸς ἀγωνίζεσθαι πρὸς [τὰ θηρία] Id.Cyr.1.6.28; πλεονεξίαι ψυχῆς excellences, Plot.4.6.3. 2 a larger share of a thing, τῶν πολιτικῶν δικαίων Arist.Pol.1282b29. 3 gain derived from a thing, τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν D.21.28; αἱ π. τῶν πλουσίων undue gains, Arist.Pol.1297a11, cf. Pl.R.586b; π. ἔκ τινος Plb.6.56.3. III excess, opp. ἔνδεια, Pl.Ti.82a.
German (Pape)
[Seite 630] ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσθαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.