προσωποποιία

From LSJ
Revision as of 20:50, 27 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποποιία Medium diacritics: προσωποποιία Low diacritics: προσωποποιία Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: prosōpopoiía Transliteration B: prosōpopoiia Transliteration C: prosopopoiia Beta Code: proswpopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A dramatization, the putting of speeches into the mouths of characters, Phld.Po.5.12 (pl.), D.H.Vett. Cens.3.1, Demetr.Eloc.265, Marcellin.Vit. Thuc.38, Herm. in Phdr. p.182 A.; opp. ἠθοποιία, Hermog.Prog.9.
II the putting of imaginary speeches into one's own or another's mouth ('I should have said..', 'your father would have said..'), Id.Inv.3.10,15, Charis. p.284 K., Rutil.2.6.
III change of grammatical person, A.D. Adv.131.16.

Russian (Dvoretsky)

προσωποποιΐα: ἡ рит. (лат. personificatio) просопопея, олицетворение.

Spanish

prosopopeya

Greek (Liddell-Scott)

προσωποποιία: ἡ, προσωποποίησις· δραματικὸς τρόπος συνθέσεως, Διον. Ἁλ. π. Ἀρχ. Κρίσ. 3, Μαρκελλίνου βίος Θουκ. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποποιΐα· ὅταν πρόσωπον ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσωποποιός
η προσωποποίηση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου
2. η μεταβολή του γραμματικού προσώπου.