ἀεθλεύω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 38] ep. u. ion. = ἀθλεύω, kämpfen, Il. 4, 389. 23, 274. 737, von Kampfspielen; Her. 5, 22.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀθλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀεθλεύω: эп. = ἀθλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεθλεύω: ἀέθλευμα, ἀεθλέω, -ητήρ, -ητής, κτλ. Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀθλ-.
English (Autenrieth)
(ἄϝεθλον): institute, or contend in, a gymnastic contest; ἐπί τινι, ‘in honor of’ some one; for άθλέω, toil, Il. 24.734.
Greek Monotonic
ἀεθλεύω: ἀεθλέω, -ητής, Επικ. και Ιων. αντί ἀθλ-.