καθέζω
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
French (Bailly abrégé)
ao. ind. 3ᵉ sg. καθεῖσε, sbj. 3ᵉ pl. καθέσωσι;
plonger dans;
Moy. καθέζομαι (impf. ἐκαθεζόμην, fut. καθεδοῦμαι, ao. ἐκαθέσθην);
1 s'asseoir : ἐπί τινι, ἔν τινι, εἴς τι, sur qch;
2 être ou demeurer assis ; être immobile, inerte.
Étymologie: κατά, ἕζω.