ἄρθρωσις

From LSJ
Revision as of 10:53, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρθρωσις Medium diacritics: ἄρθρωσις Low diacritics: άρθρωσις Capitals: ΑΡΘΡΩΣΙΣ
Transliteration A: árthrōsis Transliteration B: arthrōsis Transliteration C: arthrosis Beta Code: a)/rqrwsis

English (LSJ)

ἀρθρώσεως, ἡ,
A jointing, compact connection, prob. in Str.2.1.30, cf. Ph.2.408.
2 articulation, of speech, Phld.D. 3.14, cf. Po.994.6.

Spanish (DGE)

ἀρθρώσεως, ἡ
articulación ἀρθρώσει τινὶ καὶ τύπῳ σημειώδει Str.2.1.30, ref. a la voz ἐκ τῆς ἀρθρώσεως Phld.Po.A 6.10, κατὰ τὰς ἀρθρώσεις Phld.D.3.14.11
fig. ἄ. λογική Ph.2.408.

German (Pape)

[Seite 350] ἡ, Vergliederung, Strab. nach Cor. Emend.

Greek Monolingual

η (AM ἄρθρωσις) αρθρώνω
σφιχτή σύνδεση, συναρμογή των μερών συνόλου
νεοελλ.
1. συναρμογή των οστών για σχηματισμό του σκελετού, κλείδωση
2. συνένωση φθόγγων με ορισμένη σειρά για δημιουργία έναρθρου λόγου.