κρυψίνους

Revision as of 12:46, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-ουν, contr. for κρυψίνοος (hiding one's thoughts, dissembling).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακόνους, κουφόνους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.

Middle Liddell

κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.

English (Woodhouse)

reticent, secretive

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.

German (Pape)

zusammengezogen st. κρυψίνοος.