κακόνους

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόνους Medium diacritics: κακόνους Low diacritics: κακόνους Capitals: ΚΑΚΟΝΟΥΣ
Transliteration A: kakónous Transliteration B: kakonous Transliteration C: kakonous Beta Code: kako/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρόνους, φαιδρόνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.

Middle Liddell

κᾰκό-νους, ουν
ill-disposed, disaffected, Ar., Thuc., etc.:— bearing malice against, τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.

English (Woodhouse)

disaffected, disloyal, ill-disposed, malevolent, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

zusammengezogen aus κακόνοος.

Lexicon Thucydideum

malevolus, ill-disposed, hostile, 6.24.4.