Θρᾴκιος

From LSJ
Revision as of 13:36, 12 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θρᾴκιος Medium diacritics: Θρᾴκιος Low diacritics: Θράκιος Capitals: ΘΡΑΚΙΟΣ
Transliteration A: Thrā́ikios Transliteration B: Thrakios Transliteration C: THrakios Beta Code: *qra/|kios

English (LSJ)

α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, -α, -ον (-ος, -ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Θρᾳκικός.

Russian (Dvoretsky)

Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.

Greek Monotonic

Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], , -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, , -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.