συνασπιστής
English (LSJ)
συνασπιστοῦ, ὁ, shield-fellow, comrade, S.OC379 (pl.); σ. τινί APl.4.184 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1005] ὁ, der Mitstreiter; Soph. O. C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon d'armes.
Étymologie: συνασπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνασπιστής -οῦ, ὁ Att. ook ξυνασπιστής [συνασπίζω] strijdmakker, wapenbroeder (iem. wiens schild aaneengesloten is met dat van een ander).
Russian (Dvoretsky)
συνασπιστής: οῦ ὁ боевой товарищ, соратник Soph.
Greek (Liddell-Scott)
συνασπιστής: -οῦ, ὁ, συμπολεμιστής, συναγωνιστής, Σοφ. Ο. Κ. 379· σ. τινι Ἀνθ. Πλαν. 184.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνασπιστής: -οῦ, ὁ, συμμαχητής, συμπολεμιστής, συναγωνιστής, σε Σοφ.