ἐμφιλόνεικος

From LSJ
Revision as of 20:21, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῐλόνεικος Medium diacritics: ἐμφιλόνεικος Low diacritics: εμφιλόνεικος Capitals: ΕΜΦΙΛΟΝΕΙΚΟΣ
Transliteration A: emphilóneikos Transliteration B: emphiloneikos Transliteration C: emfiloneikos Beta Code: e)mfilo/neikos

English (LSJ)

ἐμφιλόνεικον, = φιλόνεικος, λόγοι Sch. E.Med.637. Adv. ἐμφιλονείκως Sch.E.Andr.289.

Spanish (DGE)

-ον
1 pendenciero, contencioso οὐ δεῖ ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.Ep.Can.209.2, κρίσις Euther.Confut.14.30, λόγοι Sch.E.Med.637.
2 adv. ἐμφιλονείκως = con ánimo de disputa ἐμφιλονείκως διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐμφιλονείκως ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφῐλόνεικος: -ον, = φιλόνεικος· ἐπίρρ. ἐμφιλονείκως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἐμφιλόνεικος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός.
επίρρ...
ἐμφιλονείκως
με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά.