κόνις
English (LSJ)
ιος, Att. εως or εος E.Cyc.641, ἡ: dat. κόνι contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, Att. κόνει:—
A dust, κόνιος δεδραγμένος Il.13.393; as an emblem of a countless multitude, εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κ. τε 9.385; κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62; κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp.180; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th.736 (lyr.), Eu.647; κ. διψία S.Ant.247,429; of the grave, κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79, cf. S.OC406, El.435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec.496; ἡ ἐπίχρυσος κ. gold dust, Poll.7.97. 2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός Od.l.c.; κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23, cf. Theoc.24.93. II the dust of the κονίστρα, Arist. IA709a14, Luc.Anach.29, Ath.12.518d: metaph., of toil, πάντα ἡμῖν μία κ. dub. in Luc.DMort.1.3: in Plu.2.697a κόνιν (lye) is prob. an error for κονίαν. III = κονία 111, Jul.Ep.80. [κόνῐν Il.18.23; κόνῐ (shortd. fr. κόνῑ before a vowel) 24.18, Od.l.c.; κονῑς, κονῑν, A.Pr. 1084 (anap.), Supp.180, 783 (lyr.): ῐ in gen., v. supr.] (Cf. Lat. cinis.)
German (Pape)
[Seite 1481] ιδος, ἡ, gew. im plur. κόνιδες, richtiger nach Arcad. 32, 7 κονίδες zu schreiben, Eier der Läufe, Flöhe, Wanzen, Nisse, Arist. H. A. 5, 31. ιος u. εως, ἡ, Staub; κεῖτο (der Gefallene) κόνιος δεδραγμένος Il. 13, 392; οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε, d. i. unzählbar Vieles, 9, 385; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc. 62; Pind. Ol. 8, 80; χθονία Aesch. Spt. 718; διψία, κάσις πηλοῦ Ag. 481; ὁρῶ κόνιν (also wie κονιορτός, Staubwolke) ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ Suppl. 177; βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψον Soph. El. 427, u. so öfter vom Begraben, Bedecken mit Erde; κόνει φύρουσα κάρα Eur. Hec. 496, das Haupt mit Staub bestreuen war Zeichen der Trauer; μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat. Rep. X, 614 d; häufiger in späterer Prosa, wie Luc. D. Hort. 1, 3 (vgl. κονία, das in Prosa üblichere Wort). – Asche scheint es zu bedeuten, εὕδει, ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι, ἄγχι πυρός, Od. 11, 189, wie κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il. 18, 23; Theocr. 24, 91; Luc. de luct. 19. – [Bei den Tragg. ist ι lang in κόνιν, Aesch. Suppl. 180 Prom. 1086, u. in κόνις, Suppl. 764.]