μετανίστημι
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
A remove from his or their country, Plb.3.5.5; εἰς ἄλλας πόλεις Id.9.26.7. 2 generally, remove, i. e. avert, τὰ χείριστα Phld.D.1.19. II Pass., c. aor. 2 et pf. Act., remove, migrate, Th.1.12, 3.114, S.OC175 (anap.), Ph.1.514, POxy.44.9 (i A. D.); ἐς χῶρον Hdt.9.51, cf. D.S.4.85; ἐκ τῶν ἄνω τόπων Id.1.37; πρός τινας Ph.2.25; μ. Πελοποννήσου emigrate from... Conon47.1.
German (Pape)
[Seite 151] (s. ἵστημι), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.