ἁμᾶ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
Dor. for ἅμα, Pi.O.3.21, IG5(1), Ar.Lys.1318, Call.Lav.Pall. 75, Theoc.9.4. (ἁμᾷ Hdn.Gr.1.489; ἅμᾳ Thphr. Metaph.6, al. (cod. opt.).)
German (Pape)
[Seite 114] od. ἁμᾷ, dor. = ἅμα, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμᾶ: Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).
English (Slater)
ᾰμᾱ (Dor. = ἅμα: ἁμᾷ alii, cf. Herodian., 1. 489. 16f. L.)
1 together
a adv. ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε (O. 3.21) ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν (P. 3.36) πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78)
b prep. c. dat. together with φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: ἅμα Σ: ἀμφὶ codd.) (N. 9.52)
Greek Monotonic
ἁμᾶ: ή ἁμᾷ, Δωρ. αντί ἅμα.