συνδέομαι

Revision as of 10:29, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">τί τινος</b>" to "τί τινος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

join in entreating, c. dat., Plu.Caes.66; σ. τινὶ ἵνα.. Pl.Prm.136e; σ. τινὸς μὴ ποιεῖν τι beg of him also.., Id.Ep.318c; τί τινος something of a person, D.36.57.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.

French (Bailly abrégé)

demander ou prier en même temps ou avec : σ. περί τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.
Étymologie: σύν, δέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δέομαι samen (met...) vragen of verzoeken; met dat., met μετά + gen. met iem.; met gen. (aan of van) iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδέομαι:
I вместе просить: σ. τινι Plat. просить вместе с кем-л.; μετά τινος σ. τινος μὴ ποιεῖν ταῦτα Plat. вместе с кем-л. просить кого-л. не делать этого; σ. τί τινος Dem. вместе просить о чем-л. кого-л.
II med.-pass. к συνδέω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].

Greek Monotonic

συνδέομαι: αποθ., παρακαλώ, επαιτώ από κοινού, τινος, κάτι από κάποιον, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδέομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. περί τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.

Middle Liddell

Dep. to join in begging, τί τινος something of a person, Dem.