флот
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Russian > Greek
στρατεία, στρατός, κᾶλον, ναυτική, στρατόπεδον, ναυτικόν, ἐπίπλοος, ἐπίπλους, ναυβάτης στόλος, ναυτικὸν στράτευμα, ναυτικὸς στρατός, νεῶν στόλος, νῆες, στόλος, στράτευμα ναυτικόν, στρατὸς ναυβάτας, στρατὸς ναυτικός, στρατὸς νηΐτης, τὸ ναυτικόν