Βάκχη
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ἡ,
A Bacchante, A.Eu.25, S.Ant.1122 (lyr.), Ar.Nu.605, Pl. Ion534a, etc.: generally, Βάκχη Ἅιδου frantic handmaid of Hades, E.Hec.1077; β. νεκύων Id.Ph.1489 (lyr.).
II a kind of pear, Nic. Al.354, Th.513.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. Βάκχα E.Ba.169; Βάχχη SEG 2.359.14 (Gonfos I/II d.C.)
• Morfología: [gen. plu. -ᾶν S.Ant.1122, E.Ba.129, Ar.Lys.1313]
1 bacante, seguidora de Baco Alcm.7.14, A.Eu.25, Ar.Nu.605, Pl.Io 534a, SEG l.c., Longus 2.2.2, epít. de Casandra, E.Hec.121
•de ahí bacante, mujer presa de furor Βάκχαις ᾍδα E.Hec.1076, βάκχα νεκύων ref. a Antígona, E.Ph.1489
•mujer iniciada en los misterios báquicos de Roma IUrb.Rom.160 II A.18, III B.31 (II d.C.).
2 plu. αἱ Βάκχαι Las Bacantes tít. de una tragedia de Esquilo, A.Fr.22, de Jenocles, Xenocl.1, de Eurípides, E.Ba., de Iofón, Iopho 2, de Cleofón, Cleopho 1
•de una comedia de Epicarmo, Epich.6, de Lisipo, Lyssip.7, IUrb.Rom.216.9 (I d.C.), de Diocles, Diocl.Com.1-5, de Antífanes, Antiph.56.
Greek (Liddell-Scott)
Βάκχη: ἡ, ἡ τὰ ὄργια τελοῦσα ἐκ τοῦ θεοῦ κατεχομένη, μαινὰς (ἴδε Βάκχος ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Εὐμ. 25, Σορ. Ἀντ. 1125, Πλάτ., κτλ.· - καθόλου, Βάκχη Ἅιδου, ἡ μανιώδης θεράπαινα τοῦ Ἅιδου, Εὐρ. Ἑκ. 1076· β. νεκύων ὁ αὐτ. Φοίν. 1489. ΙΙ. εἶδος ἀπίου, Νικ. Ἀλ. 354.
Greek Monolingual
Βάκχη, η (Α) Βάκχος
1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς
2. είδος αχλαδιού
3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» — μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο.
Greek Monotonic
Βάκχη: ἡ, αυτή που τελεί τα όργια του θεού Βάκχου, Μαινάδα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.α.· γενικά, Βάκχη Ἅιδου, μανιώδης υπηρέτρια του Άδη, σε Ευρ.· επίσης, Βάκχηνεκύων, στον ίδ.
Middle Liddell
a Bacchante, Aesch., Soph., etc.:—generally, Βάκχη Ἅιδου frantic handmaid of Hades, Eur.; β. νεκύων Eur.