ἀδοκήτως
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'improviste.
Étymologie: ἀδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδοκήτως: неожиданно (εὐτυχῆσαι Thuc.).