διαδικέω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
(A),
A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες = the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.).
2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες = the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
(B) do wrong, injure, D.C.58.16.
Spanish (DGE)
pleitear, entablar un pleito πρὸς αὐτὸν περὶ τῶν συναλλαγμάτων PLugd.Bat.22.11.25 (II a.C.), οἱ διαδικοῦντες = los litigantes Plu.2.196b, D.C.40.55.2, POxy.1101.8 (IV d.C.)
•pero οἱ διαδικοῦντες = los adversarios, los contrarios, POxy.1101.8 (IV d.C.), tb. τὸ διαδικοῦν μέρος = la parte contraria, el adversario, PKell.G.19b.5 (III d.C.), PCair.Isidor.74.22, SB 8246.44 (ambos IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 576] einen Prozess entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
seul. prés.
être en procès.
Étymologie: διά, δίκη.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.
Russian (Dvoretsky)
διαδῐκέω: вести тяжбу, судиться Plut.