περιρραντήριον

Revision as of 10:35, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό,
A utensil for besprinkling, esp. whisk for sprinkling water at sacrifices, or vessel for lustral water, Hdt.1.51, Porph.Abst.2.27 (pl.):—written περιραντήριον in Inscrr., IG22.1641.38, 11(2).287 A 93 (Delos, iii B. C.), SIG253 ii 10 (Delph., iv B. C.).
II περιρραντήρια ἀγορᾶς = the parts of the marketplace sprinkled with lustral water, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. 3.176, Luc.Sacr.12, 13.
III = περίρρανσις, lustral besprinkling Ph.1.156, al., Luc.Pseudol.23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 vase d'eau lustrale pour les aspersions;
2 aspersion, ablution.
Étymologie: περιρραίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρραντήριον -ου, τό [περιρραίνω] vat voor reinigend water (bij offers). gewijde plaats.

German (Pape)

τό, Gefäß, Gerät zum Besprengen, bes. ein Wedel, Weihwasser oder anderes Wasser damit zu sprengen, Sprengwedel; das Gefäß für das Weihwasser, Sprengkessel, im plur., Her. 1.51 und Sp., wie Luc. sacrific. 12.13. Vgl. noch Aesch. 1.21 im Gesetz: ἐντὸς τῶν τῆς ἀγορᾶς περιρραντηρίων πορεύεσθαι.

Russian (Dvoretsky)

περιρραντήριον: τό культ.
1 сосуд с очистительной водой, кропильница Her., Luc.;
2 окропленное, т. е. подвергнувшееся очищению место (περιρραντήρια ἀγορᾶς Aeschin.).

Greek Monotonic

περιρραντήριον: τό,
I. σκεύος για ράντισμα ή δοχείο για καθαρό, εξαγνισμένο νερό, Λατ. aspergillum, σε Ηρόδ.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τα μέρη της Ρωμ. αγοράς που ραντίζονται με εξαγνισμένο νερό, σε Νόμ. παρά Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντήριον: τό, σκεῦός τι εἰς ῥαντισμοὺς χρήσιμον, ἰδίως θαλλοὶ διάβροχοι δι’ ὧν ἐρράντιζον οἱ νεωκόροι τοὺς εἰσερχομένους εἰς τὸν ναόν· διὰ τῶν θαλλῶν ἐρραντίζοντο καὶ τὰ θύματα· προσέτι ἀγγεῖον περιέχον ὕδωρ ἁγνισμοῦ, Λατ. aspergillum, Ἡρόδ. 1. 51, Λουκ. Ψευδολ. 23. ΙΙ. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τὰ μέρη τῆς ἀγορᾶς τὰ ῥαντιζόμενα δι’ ὕδατος ἁγνισμοῦ, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 2, πρβλ. 79. 2, Φίλων 1. 156, Λουκ. π. Θυσιῶν 12, 13, κτλ.· ἴδε ἐν λ. καθάρσιον.

Middle Liddell

περιρραντήριον, ου, τό, [from περιρραίνω
I. an utensil for besprinkling, or a vessel for lustral water, Lat. aspergillum, Hdt.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the forum sprinkled with lustral water, Lex ap. Aeschin.

Translations

aspergillum

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Czech: kropáč, kropěnka; Finnish: vihmin; French: goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστούρα; Ancient Greek: περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Latin: aspergillum; Polish: kropidło; Portuguese: aspersório, hissope; Russian: кропило; Spanish: hisopo, aspersorio