χεῦμα
English (LSJ)
ατος, τό, (χέω)
A that which is poured, stream, χ. κασσιτέροιο stream of molten tin, Il.23.561; χ. θαλάσσης A.Fr.192.2 (anap.); πόντου E.Fr.316.2, Trag.Adesp.157; ποτάμιον χ. ὑδάτων E.Hel.1304 (lyr.); χ. Ἐρασίνου A.Supp.1020(lyr.), cf. Eu.293; χ. ἀκήρατον pure spring water, S.OC471; even σταθερὸν χ. standing water, A.Fr.276; also ἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χ. Hp.Flat.3: pl., streams, Σκαμάνδρου Pi.N.9.39, cf. A.Supp.1028 (lyr.), E.Ph.793 (lyr.). 2 generally, χ. νιφετοῖο fall of snow, Nonn.D.3.213, cf. 210. 3 metaph., stream, flow, εὔμουσα χ. AP9.661 (Jul.Aeg.): of language, Longin.13.1. II pl., cast vessels, bowls, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Hdt.1.51, cf. Poll.10.82.
German (Pape)
[Seite 1351] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; χεῦμα κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας τόδε μειλίσσοντες οὖδας, Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst χοεύς, Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.