παρατίθημι
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
Dor. and poet. παρτίθημι (late forms from
A παρατίθω PMag.Par.1.333, Tab.Defix.Aud. 26.27) ; 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73 : impf. -ετίθει Ar.Ach.85, Eq.1223 : aor. Act. παρέθηκα, Med. παρεθέμην : pf. παρατέθεικα : in Att. παράκειμαι generally serves as the Pass. :—place beside, πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc. ; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40 (Rosetta, ii B. C.). b. freq. of meals, set before, serve up, σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810, cf. 9.90 (tm.) ; ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192 ; πὰρ δ' ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας 20.260 ; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66 ; νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408 ; ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779, cf. Od.9.517 (tm.) ; θεὰ παρέθηκε τράπεζαν 5.92 : c. gen., τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73, cf. 1.119 (Pass.) ; παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31 ; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Id.Cyr.8.8.20 ; τὰ παρατιθέμενα meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16 : in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal, σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11 (Epid., v/iv B. C.). c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105. 2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ . . θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν) oh that they would place power at my disposal !, Od.3.205 ; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c ; π. αὐτοῖς . . ἀναγιγνώσκειν . . ποιήματα Id.Prt. 325e :—Med., expose for sale, Arist.HA622b34. 3. place upon, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th.577 (nisi leg. περίθηκε). 4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14 ; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή. . POxy. 2110.6 (iv A. D.) ; allege, produce, Is.9.32 ; ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79 K.; παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24 :—Med., v. infr. B. 5. 5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a ; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6 ; set side by side, compare, τινά τινι Plu.Demetr.12. b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. (Pass.). 6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2. B. Med., set before oneself, have set before one, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105 codd., cf. 19.150, 24.140 ; σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390 ; τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130 ; σῖτον X.Cyr.8.6.12 ; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20 ; have meat set before others, ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506 ; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσα . . Plu.Per.26. 2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16 ; τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71 (iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to, τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22; commend or commit into another's hands, εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46 ; τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19 ; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.). b. store up in one's mind, ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8. 3. venture, stake, hazard, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237 ; τοίτ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι 3.74, cf. Tyrt. 12.18. 4. apply something of one's own to a purpose, employ it, ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd.65e. 5. cite in one's own favour, cite as evidence or authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a ; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.) ; ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.) ; ψήφισμα Plu.2.833e, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention, ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9 ; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22 : abs., quote instances, ib. 52.7,al. :—rarely in Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v. l. in Id.Comp.23. 6. affix, apply a name, τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4. 7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 503] (s. τίθημι), 1) daneben-, davorstellen; bes. – a) der eigentliche Ausdruck von Speisen, vorsetzen, sowohl in tmesi, παρὰ δέ σφι τίθει δαῖτα Il. 9, 90, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας 19, 316, u. öfter in der Od., – als in der zusammengesetzten Form, σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il. 18, 408, θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα Od. 5, 92, νῶτα βοὸς πάρθεσαν αὐτῷ, 4, 66, παρτιθεῖ 1, 192; so auch Folgde; vgl. Ar. Ach. 85. 789 Equ. 1223; τραγήματά που παραθήσομεν, Plat. Rep. II, 372 d; τράπεζαν Περσικήν, Thuc. 1, 130; absol. Xen. Cyr. 8, 8, 20; Arist. pol. 1, 6 u. sonst; auch im med., sich Speise vorsetzen, Xen. Cyr. 8, 6, 12; vgl. Eur. σκύφος τε κισσοῦ παρέθετο, Cycl. 390; δευτέρας τραπέζας παρετίθετο πολυτελεῖς, Pol. 39, 2, 11. – Im weiteren Sinne, vorlegen, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα, Plat. Prot. 325 e, zu lesen geben, vgl. Theaet. 157 c παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι; – und übh. darreichen, gewähren, auch med., ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, Od. 15, 505; – δύναμίν τινι, Einem Macht beilegen, ertheilen, 3, 205. – b) aufsetzen, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, Hes. Th. 577. – c) bei Jemandem als Pfand niederlegen, Einem Etwas zum Aufbewahren geben, τινί τι, Sp.; häufiger im med., παραθέμενος τὰ χρήματα, Her. 6, 86; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις παρατίθενται, Xen. Ath. 2, 16; Pol. 33, 12, 3 u. A. (vgl. παρακατατίθημι). – d) daneben-, zusammenstellen, um zu vergleichen, τοῦτον ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, Plut. Demetr. 12; πρός τινα, Luc. Prom. 15. – e) vorlegen, auseinandersetzen in der Rede, διῆλθές μοι παρατιθεὶς ἕκαστον, Xen. Cyr. 1, 6, 14; Folgde; auch im med., Luc. Alex. 21. – 2) med.; – a) neben sich hinstellen, δαΐδας, Od. 2, 105. 19, 150. 24, 140; u. von Speisen, sich vorsetzen lassen, zu sich nehmen, vgl. 1 a. – b) als Zeugen, als Beweis für sich anführen, bes. Beweisstellen für sich u. seine Meinung citiren, παράδειγμα σμικρότατον παραθέμενος, Plat. Polit. 279 a; u. bes. bei Sp., ὡς Νίκανδρός φησιν, παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους, Ath. XI, 479 c; Plut. u. oft bei Gramm., zuweilen auch im act., vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 84. 359, melet. crit. p. 25. – c) für sich bei Seite legen, aufbewahren, aufsparen (vgl. 1 c), τὰ χρήματα παρετίθετο εἰς τὰς ἰδίας ἐπιβολάς, Pol. 3, 17, 10; Sp., bes. N. T. – d) daran setzen, aufs Spiel setzen, κεφαλάς, ψυχὰς παρθέμενοι, die Köpfe, das Leben daran setzend, Od. 2, 237. 9, 255; Tyrt. 3, 18 u. Sp.