προσδόκιμος
English (LSJ)
ον,
A expected, looked for, or to be expected, π. ὁ θάνατος Hp.Prog.9, cf. 24; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι Hdt.8.20. 2 freq. of persons, expected, στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην Id.1.78; π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π., expected to come to Cyprus, against Miletus, Id.5.108, 6.6; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι Id.9.89; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος Th.1.14; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς Id.7.15, cf. D. 6.15; π. ἥξειν D.S.18.64. Adv. -μως Gloss.
German (Pape)
[Seite 756] erwartet, vermuthet; τινί, Her. 1, 78. 123. 6, 6; ἐς Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον, von dem man erwartet, er werde nach Kypros kommen, gegen Milet ausziehen, 5, 108; πᾶσαν ἡμέραν, 7, 203; c. partic., 9, 89, wie Dem. δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος, man erwartet ihn selbst mit einer großen Macht, 6, 15; vgl. Thuc. 7, 15; Sp., wie προσδόκιμος ἦν ὁ κίνδυνος Pol. 29, 8, 11.