ἄτρομος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A fearless, ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄ. ἐστι Il.16.163; μένος . . ἄ. 5.126, 17.157; σῶμα Orph.Fr.168.23; νεῦρα Aret.CA1.2; ἄ. ὕπνος calm, undisturbed, AP6.69 (Maced.). Adv. -μως Plu.2.474d, 475f.
German (Pape)
[Seite 389] nicht zitternd, unerschrocken, θυμός Il. 16, 163; μένος 5, 126; öfter sp. D.