πενία

From LSJ
Revision as of 19:28, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενία Medium diacritics: πενία Low diacritics: πενία Capitals: ΠΕΝΙΑ
Transliteration A: penía Transliteration B: penia Transliteration C: penia Beta Code: peni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (πένομαι)

   A poverty, need, πενίῃ εἴκων Od.14.157; οὐλομένην π. Hes. Op.717; στάσις πενίας δότειρα Pi.Fr.109.5; τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι, . . [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται Hdt.7.102 ; τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν Ar.Pl.549 ; π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές (v.l. δυστυχές) E.Fr.641 ; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Pl.Ap.23c, R.613a ; εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144 : pl. πενίαι Isoc.8.128, Pl.Prt.353d, R.618a, etc.    2 lack, need, τινος Plot.2.4.16.    II Πενία personified, Poverty, Alc.92, Pl.Smp. 203b.

German (Pape)

[Seite 555] ἡ, ion. u. ep. πενίη, Armuth; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.