συναποσβέννυμι
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
A put out, extinguish with or together, ὄμμασι (sight) πνοιήν (breath) AP7.367(Antip. Thess.); τῇ περιγραφῇ τῆς Χρείας [ἡ φύσις] συναπέσβεσε τὸ ἔργον (sc. τὴν κάθαρσιν) Sor. 1.28; σ. τὰς ψυχάς Them.Or.4.59d:—Pass., with aor. -έσβην, pf. -έσβηκα, to be put out together, D.S.37.2.14, Plu.Marc.24, etc.; πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ AP5.278 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1003] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.