προκαλύπτω
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
A hang before or put over as a covering, παραπετάσματα Aen.Tact.32.9:—Med., put over oneself as a screen or cloak, πέπλων . . προὐκαλύπτετ' εὐπήνους ὑφάς (nisi leg. προὐκάλυπτεν) E.IT 312; οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος putting no veil over one's face, Id.Ph.1485 (lyr.): metaph., π. ποίησιν Pl.Prt.316d; π. δόξαν μετριότητος Chio Ep.15.1:—pf. Med., πρὸ τῆς ψυχῆς . . ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι having it put as a screen, Pl.Grg.523d. II cover over, ἥλιον νεφέλη π. X.An.3.4.8 (ἥλιος νεφέλην π. codd.):—Med., προὐκαλύψατ' ὄμματα veiled her eyes, E.Med.1147:—Pass., to be covered, X.Cyr.5.4.45.
German (Pape)
[Seite 727] vorhängen, davorhalten, um Etwas zu bedecken, zu beschützen, sich zu verhüllen, πέπλων προὐκάλυπτεν ὑφαῖς, Eur. I. T. 312, Phoen. 1493; πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφθαλμους καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, Plat. Gorg. 523 d; ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα ήφάνισε, Xen. An. 3, 4, 8, Sp. – Med. sich umhüllen, bes. zum Deckmantel nehmen, πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι τὴν ποίησιν, Plat. Prot. 316 d; δόξαν μετριότητος, sich hinter der Miene der Mäßigung verstecken, Chion. epist. 15.