πρακτικός

From LSJ
Revision as of 19:33, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτικός Medium diacritics: πρακτικός Low diacritics: πρακτικός Capitals: ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praktikós Transliteration B: praktikos Transliteration C: praktikos Beta Code: praktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for or concerned with action, practical, λεκτικοὶ καὶ π. καὶ μηχανικοί X.Mem.4.3.1; φιλότεχνοι καὶ π. Pl.R.476a; ζωὴ π., βίος π., Arist.EN1098a3, Pol.1325b16, etc.; αἱ π. ἀρχαί the principles of action, Id.EN1144a35; ἡ π. διάνοια, opp. ἡ θεωρητική, ib. 1139a27, cf. Metaph.1025b25, de An.433a18; ἡ -κή (with or without ἐπιστήμη) practical science, opp. theoretical, Pl.Plt.258e, 259d; τὸ ἰαμβεῖον π. representative of action, Arist.Po.1460a1; μέλη π. Id.Pol.1341b34; π. χρόνοι times appropriate for action, Vett. Val.96.28.    2 active, effective, τὸ -ώτατον τῆς δυνάμεως the most effective part, Plb.1.30.9, cf. 10.25.2; παρὰ θεῶν -ώτερος more effectual in carrying one's point with... X.Cyr.1.6.3; περὶ τὴν πολιτείαν -ώτατος Plb. 7.10.5: so of things, drastic, effective, ῥίζα Dsc.3.54; also νεῦρα π. motor nerves, Gal.1.321: πρακτικόν, τό, spell, magical rite, PMag. Par.1.2359.    3 c. gen., able to effect, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, Arist. EN1099b31, 1129a8, etc.    4 active, vigorous, strong, οἴνου τι πρακτικώτερον Ar.Eq.91; ἰταμότης ὀξεῖα καὶ π. Pl.Plt.311a; [ἡ ὀργὴ] -ώτερον τοῦ μίσους Arist.Pol.1312b27.    II Adv. -κῶς, διακεῖσθαι πρός τι Plb.6.25.4; ὠφελεῖν Archig. ap. Aët.9.28: Comp. -ώτερον Plb. 5.18.7.

German (Pape)

[Seite 693] zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im Ggstz der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοθεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσθαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7.