τηρέω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
(τη- also in Dor., Alcm.23.77, Pi.P.2.88, cf. διατηρέω), pf.
A τετήρηκα Epicur.Sent.24, etc.:—watch over, take care of, guard, δώματα h.Cer.142; πόλιν Pi. l.c., cf. Ar.V.210; τὰς κύνας X.Cyn.6.1; τὴν ἀσφάλειαν τῆς ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8; rarely of persons, δαιμόνων... αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu.579 (troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2; τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15:—Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: fut. Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30. 2 τ. ὅπως . . ἔσται take care that . ., Arist.Pol.1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib.1307b31; τ. μὴ . .cavere ne . ., Ar.Th.580, Pl.Tht.169c; τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276: also in Med., τηρώμεσθ', ὅπως μὴ . . αἰσθήσεται Ar. V.372; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib.1386. 3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10. II give heed to, watch narrowly, observe, τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας Ar.Eq.1145, cf. V.364; τὰς ἁμαρτίας Th.4.60; ἐκεῖνο τ. μὴ . . Ar.Pax146, cf. Pl.R.442a; τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946. 2 watch for a person or thing, with a part., παραστείχοντα τηρήσας S.OT808; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only, ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65; τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103; τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael.292a8; τὴν θήραν τ. Id.HA623a13; τ. καιρόν Id.Rh.1382b10:—Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71. 3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN1167b13: c. inf., watch or look out, so as to... ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26. 4 observe, notice, [μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41; τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13; τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13. 5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term, τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361; Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766. III observe or keep an engagement, ὅρκους Democr.239; παρακαταθήκας Isoc.1.22; ἀπόρρητα Lys. 31.31; εἰρήνην D.18.89; τὸ πρέπον Phld.Po.5.35; τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7. 2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10; ἰδιότητας Phld.Rh.1.154 S.; τὴν ποιότητα Sor.1.51; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας . . τ. ib.118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use.
German (Pape)
[Seite 1108] wahrnehmen, bewahren, behüten; δώματα, H. h. Cer. 142; πόλιν, Pind. P. 2, 88; καί μ' ὁ πρέσβυς παραστείχοντα τηρήσας, Soph. O. R. 808; τηρῶ αὐτοὺς οὐδὲ δοκῶν ὁρᾶν κλέπτοντας, Ar. Equ. 1141; vom φύλαξ, Plat. Rep. VI, 484 c; τοὺς νέους, Legg. VIII, 836 a; παρακαταθήκην, Isocr. 1, 22; εἰρήνην, Dem. 18, 89; öfter bei Sp., wie N. T. – Uebertr., beobachten, bes. Zeit u. Stunde wahrnehmen, den rechten Augenblick abpassen; Ar. Eccl. 652; ἄνεμον, Thuc. 1, 65; τηρήσαντες νύκτα χειμέριον ὕδατι καὶ ἀνέμῳ, 3, 22, u. öfter; τηρήσας με ἀνιόντα, auflauern, Dem. 53, 17; – mit folgendem μή, sich hüten, ὃ τηρήσετον, μὴ ἄρχειν ἐπιχειρήσῃ, Plat. Rep. IV, 442 a; Theaet. 169 c. – Med. τηρέομαι, sich wovor hüten, in Acht nehmen, τί, Ar. Vesp. 391; – τηρήσομαι hat passiv. Bdtg Thuc. 4, 30.