νήφω
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
Dor. νάφω (v. infr. II), used by early writers only in pres., mostly in part.: later impf.
A ἔνηφον Chor. in Rev.Phil.1877.67: aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr.103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., (ἐξ-) Aret.SD1.5, (ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine, οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478; νήφειν Archil.4, Pl. Smp.213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228; ὑμῖν ἀντέκυρσα . . νήφων ἀοίνοις S.OC100; ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74; τὸ τοὺς μεθύοντας . . . πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol.1274b20; μεθύοντα . . παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp.214c; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg.773d: prov., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f; [Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph.984b17; νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21; τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13. II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg.918d; to be sober and wary, νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν = keep a clear head and remember not to believe a thing Epich.[250]; γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.; νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b; ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991; προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4; ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U. 2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from... Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c.
German (Pape)
[Seite 255] nüchtern, mäßig sein u. leben, bes. keinen Wein trinken; Theogn. 481; Archil. 49, οὐ γὰρ ἂν πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα νήφων ἀοίνοις, Soph. O. C. 100 (vgl. νηφάλιος); νήφοντα καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, Plat. Legg. I, 640 d; μεθύοντα ἄνδρα παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν, Conv. 214 c, öfter; Folgde, wie Dem. 21, 74; u. Sp., wie Plut. u. Luc., oft; auch übertr., nüchtern u. besonnen sein, νήφων im Ggstz von εἰκῆ λέγων Arist. met. 1, 3; νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν, Epicharm. bei Luc. Hermot. 47; vgl. Pol. 31, 21, 14; τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος, Plut. garrul. 4; ἀνὴρ προμηθὴς καὶ νήφων, Hdn. 2, 15, 1. – Das perf. νενηφώς hat Philostr.