νήφων
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, sober: nom. pl. νήφονες (expld. by νήφοντες) Hsch.: dat. νήφοσι Thgn.481, 627.
Greek (Liddell-Scott)
νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, σώφρων, νηφάλιος· ὀνομ. πληθ. νήφονες (ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ νήφοντες) Ἡσύχ.· δοτ. νήφοσι Θέογνις 482, 627. Οἱ τύποι οὗτοι ἀνήκουσιν εἰς ἐπίθ. νήφων, καὶ οὕτω πιθανῶς ἑρμηνευτέον τὸ νήφων, ἐν Σοφ. Ο. Κ. 100, ὑμῖν ἀντέκυρσα... νήφων ἀοίνοις, πρβλ. νηφάλιος. - Πρβλ. αἴθων.
Greek Monolingual
νήφων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. νηφάλιος, ξεμέθυστος
2. μτφ. σοβαρός, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- του νήφω + κατάλ. -ων (πρβλ. γνώμων)].
Greek Monotonic
νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. νήφοσι, σώφρων, εγκρατής, νηφάλιος, σε Θέογν., Σοφ.
Middle Liddell
νήφων, ονος, ὁ, ἡ,
sober, Theogn., Soph.