νήφων

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήφων Medium diacritics: νήφων Low diacritics: νήφων Capitals: ΝΗΦΩΝ
Transliteration A: nḗphōn Transliteration B: nēphōn Transliteration C: nifon Beta Code: nh/fwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, sober: nom. pl. νήφονες (expld. by νήφοντες) Hsch.: dat. νήφοσι Thgn.481, 627.

Greek (Liddell-Scott)

νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, σώφρων, νηφάλιος· ὀνομ. πληθ. νήφονες (ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ νήφοντες) Ἡσύχ.· δοτ. νήφοσι Θέογνις 482, 627. Οἱ τύποι οὗτοι ἀνήκουσιν εἰς ἐπίθ. νήφων, καὶ οὕτω πιθανῶς ἑρμηνευτέον τὸ νήφων, ἐν Σοφ. Ο. Κ. 100, ὑμῖν ἀντέκυρσα... νήφων ἀοίνοις, πρβλ. νηφάλιος. - Πρβλ. αἴθων.

Greek Monolingual

νήφων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. νηφάλιος, ξεμέθυστος
2. μτφ. σοβαρός, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- του νήφω + κατάλ. -ων (πρβλ. γνώμων)].

Greek Monotonic

νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. νήφοσι, σώφρων, εγκρατής, νηφάλιος, σε Θέογν., Σοφ.

Middle Liddell

νήφων, ονος, ὁ, ἡ,
sober, Theogn., Soph.

English (Woodhouse)

sober, drinking no wine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)