προαλίσκομαι
From LSJ
οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome
English (LSJ)
Pass.,
A to be taken or captured beforehand, J.BJ5.9.3; ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης Plu.2.17d, etc. II to be convicted beforehand, D.22.7.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἁλίσκομαι), vorher gefangen werden, προηλωκότες Plut. Cat. min. 17; vorher verurtheilt werden, εἴ τις ἐκείνων προήλω, Dem. 22, 7. – S. auch προσαλίσκομαι.