κλέος

Revision as of 19:35, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

τό, Dor. κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th.100: (κλέω A):—

   A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461; κ. εὐρὺ φόνου 23.137; ὄσσαν... ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125; τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph.251; rumour, opp. certainty, κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486; γυναικογήρυτον κ. A.Ag.487 (lyr.).    II goodreport, fame, freq.in Hom., κ. ἐσθλόν Il.5.3; ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344: abs., τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197; τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91, cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514; κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192, Od.9.20; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74; κ. ἄφθιτον Sapph.Supp.20a.4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.); λαβεῖν S.Ph.1347; κ. αἰχμᾶς glory in or for... Pi.P.1.66; τῆς μελλοῦς κ. A.Ag.1356; κ. σου μαντικόν ib.1098; μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr.938: less freq. in Prose, κ. ἀέναον Heraclit.29; μένοντι δὲ . . κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78; τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra.1035; πόρρω κ. ἥκει Id.Ach.646; κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25; παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6; κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp.208c; κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg.663a; περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5; κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4; ποῖον κ., εἰ . . ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73; κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1.    2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36; αἰσχρὸν κ. E.Hel.135, cf. Ar.Fr.796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου . . κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav.slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)

German (Pape)

[Seite 1448] τό (κλυ, vgl. κλέω u. καλέω), Ruf, Gerücht, unsichere, ungewisse Kunde; μὴ πρόσθεν κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται Od. 23, 137; so auch 1, 382 ἢν ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός, ἥτε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι; σὸν κλέος, Kunde von dir, 13, 415; κλέος Ἀχαιῶν, das Gerücht von den Achäern, Il. 11, 227, vgl. 2, 325. 13, 364; so wird es 2, 485, ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, dem bestimmten Wissen entgegengesetzt. Vgl. noch Aesch. ταχύμορον γυναικοκήρυκτον ὄλλυται κλέος, das von den Weibern verbreitete Gerücht, Ag. 474; οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου ποτ' οὐδέν Soph. Phil. 251. – Gew. der gute Ruf, der Ruhm; κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο Il. 5, 3, öfter; μέγα, εὐρύ, auch ohne Zusatz, 4, 197. 7, 91. 9, 412 u. sonst; häufig κλέος οὐρανὸν ἵκει, von weitverbreitetem Ruhm; κλέος εἶναί τινι, Einem zur Ehre gereichen, 22, 514; auch im plur., κλέα ἀνδρῶν ἀείδειν, ἀκούειν, die ruhmvollen Thaten der Männer besingen, anhören, 9, 189. 524 Od. 8, 73, wie κλέα φωτῶν μνήσομαι An. Rh. 1, 1 [mit kurzem α], κλεῖα Hes. Th. 100; – λάμπει οἱ κλέος Pind. Ol. 1, 23; ἑλέσθαι 9, 109; εὑρέσθαι ὑψηλόν P. 3, 111, öfter; aber auch δύσφημον κλέος προσάπτειν, schlechten Ruf, N. 8, 36; Tragg., z. B. κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν Soph. Phil. 1331, ἐπισπάσειν κλέος Ai. 756; τιμὰ καὶ κλέος Eur. Andr. 774. Auch in Prosa, Her. 7, 220, κλέος ἀθάνατον Plat. Conv. 208 c, κλέος τε καὶ ἔπαινος Legg. II, 663 a; κλέος ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς, im Ruf stehen in Bezug auf das Seewesen, Thuc. 1, 25, vgl. 2. 45; Sp. – In schlimmer Bdtg, wie bei Pind., αἰσχρόν, Eur. Hel. 135 u. Ar. bei Phot. lex. – Das Wort kommt nur im nom. u. acc. vor.