περισχοινίζω
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
A part off by a rope, τῆς ἀγορᾶς μέρος Poll.8.20 ; τὸ δικαστήριον ib.141 ; χωρία τῆς ἀγορᾶς D.H.7.59 :—Med., of the Areopagitic Council, part itself off by a rope, D.25.23 :—Pass., Poll. 8.123.
German (Pape)
[Seite 595] mit einem Stricke, Seile, σχοῖνος, umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ὅταν ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.