προκάθημαι
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
Ion. προ-κάτημαι, prop. pf. of προκαθέζομαι:—
A to be seated before, π. τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος lie so far in front of Greece, of the Thessalians, Hdt.7.172. 2 c. gen., to be seated or lie before a place, so as to defend it, ἐπὶ τῷ στόματι π. τῆς θαλάμης Arist. HA 550b5: hence, generally, protect, defend, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων, Hdt.8.36, 9.106, cf. Th.8.76, X.HG5.2.4; τῆς Ῥώμης Plb.2.24.15, al.; αἱ -καθήμεναι θεαὶ τῆς πόλεως SIG694.50 (Elaea, ii B. C.): rare in Poets, φυλακὴν . . στρατιᾶς π., of sentinels, E.Rh.6 (anap.). II preside over, τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Pl.Lg.758d; τοῦ πλήθους Arist. Pol.1322b14: metaph., γεύσεως ὄσφρησις π. Ph.1.603. 2 abs., sit in public or preside, Plb.5.63.7, etc.; οἱ π. ἄρχοντες Id.12.16.6. b sit at meals, καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 726] (s. ἧμαι), ion. προκάτημαι, davorsitzen, -liegen, vor einem Orte gelegen sein, τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, Her. 7, 172, bes. aber davorliegen, -stehen zum Schutz, zur Vertheidigung, τινός, 8, 36. 9, 106; τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; ὁ νόμος, Antiph. 6, 21; Eur. vrbdt auch οἳ τετράμοιρον νυκτος φρουρὰν προκάθηνται, Rhes. 7; τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 56, 5, u. ä. oft; auch ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ, 2, 25, 2; ἐπ ὶ τῶν τόπων, 3, 86, 1, auch = öffentlich dasitzen, z. B. zu Gericht od. dgl., 5, 63, 7. 12, 16, 6, ἐπὶ βήματος, D. L. 49, 40. – voransitzen, auf einem Ehrenplatze, προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν, Strab. 3, 3, 7.