περιπίπτω

From LSJ
Revision as of 19:39, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπίπτω Medium diacritics: περιπίπτω Low diacritics: περιπίπτω Capitals: ΠΕΡΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: peripíptō Transliteration B: peripiptō Transliteration C: peripipto Beta Code: peripi/ptw

English (LSJ)

fut. -

   A πεσοῦμαι Ar.V.523, etc.: Ep. pf. part. fem. περιπεπτηυῖαι Eratosth.16.9:—fall around, i.e. so as to embrace, τινι X. An.1.8.28; ἐπί τινι Plu.Crass.17; εἰς τὸ στῆθος Id.Sert.26.    2 fall around, i.e. upon, a weapon, τῷ ξίφει Ar.V.523; τῷ βέλει Antipho 3.3.6.    3 [ζῶναι] πόλοις περιπεπτηυῖαι encircling the poles, Eratosth.l.c.    4 fall over, ἑκατέρωσε Plu.Pyrrh.24; πλαγία περιπεσοῦσα Id.Ant.67.    II c. dat., fall in with, Hdt.6.105; ἀλλήλοις X.An.7.3.38, etc.; freq. of ships meeting at sea, Hdt.6.41,8.94, Th. 8.33,103; π. μουσικῇ τε καὶ ταῖς μέθαις having encountered them in our discussion. Pl.Lg.682e; ἡ ὄψις κάμνουσα ἐν τοῖς μικροῖς τοῖς μεγάλοις ἀσμένως π. Plot.6.9.3: abs., supervene, Petos. ap. Vett. Val.278.8.    2 fall foul of other ships, τῇσι σφετέρῃσι νηυσί Hdt.8.89; περὶ ἀλλήλας of one another, ib.16; also π. περὶ τὴν Σηπιάδα to be wrecked on... Id.7.188.    3 metaph., fall in with, fall into, mostly of evil, c. dat., π. ἀδίκοισι γνώμῃσι fall in with, encounter unjust judgements, Id.1.96; π. τοιαύτῃσι τύχῃσι, δουλοσύνῃ, Id.6.16,106; νούσοις, νοσήμασι, Hp. VM3, X.Cyr.6.2.27; λουτροῖσιν ἀλόχου E.Or.367; αἰσχρᾷ τύχῃ Id.Hec.498; ἀκουσίοις κακοῖς Antipho 3.3.7; τοιούτῳ πάθει Th.2.54; τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκεν ὑπὸ τούτου D.21.96, cf. And.1.51; ἀβροχίαις OGI56.15 (Canopus, iii B. C.); π. συκοφάνταις Lys.7.1; αἰσχύνῃ X.HG7.3.9; ταῖς μεγίσταις ζημίαις Isoc.7.27, cf. 12.146; αἰτίᾳ Plu. Ant.67; also σοὶ αὐτῷ περιπίπτειν to be caught in your own snare, Hdt.1.108, cf. 8.16, Luc.DMort.26.2; τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω Aeschin.2.144 : with a Prep., ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς π. Th.2.65 : abs., come to grief, Plb.8.36.4, Vett.Val.16.2.    4 of events, befall one, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν Ar.Th.271 : abs., δεῖ τι περιπεσεῖν Philostr.VA1.33.    III change suddenly, εἴς τι Plb.3.4.5.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πίπτω), drum herum, drüber herfallen, ταινία περιέπεσε κεφαλῇ, Plut. Timol. 8; hineinfallen, hineingerathen in Etwas, so daß man rings umgeben und ohne Ausweg ist, bes. in Unglück, αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ, Eur. Hec. 498; u. so auch λουτροῖσιν ἀλόχου περιπεσὼν πανυστάτοις, Or. 367; κακοῖς, Ar. Ran. 967; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει, ich werde mich ins Schwert stürzen, Vesp. 523; vgl. Plut. Oth. 17; περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, δουλοσύνῃ, in einen ungerechten Richterspruch, in Sklaverei verfallen, gerathen und nicht wieder herauskönnen, Her. 1, 96. 6, 106; τοιαύτῃσι τύχῃσι, 6, 16, u. öfter; ἐπὶ συμφορήν, 7, 88 (v. l. ἐνέπεσε); μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς, 1, 108, daß du dich nicht selbst ins Unglück stürzest; vgl. αὐτοὶ ἐν σφίσι περιπεσόντες ἐσφάλησαν, Thuc. 2, 65; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ, 8, 27; συμφοραῖς, Plat. Legg. IX, 877 e; συμφορᾷ, Isocr. 4, 101; ζημίαις καὶ ὀνείδεσι, Is. 1, 39; τιμήματι, Aesch. 1, 174. 190; ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω, 2, 144; u. so bei Sp. gew. von etwas Bösem, χειμῶνι, Pol. 1, 37, 1, ἀτυχήμασι, 2, 56, 6, u. öfter; auch τραύματι, 2, 69, 2; πληγῇ, Plut. Timol. 4. Auch umgekehrt, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν, Ar. Thesm. 523. – Zufällig zusammentreffen, auf Einen stoßen, ihm begegnen, τῇσι νηυσί, Her. 6, 41, vgl. 6, 105. 8, 94 (so entspricht μηδέποτε λευκῷ περιπεπ τωκέναι χρώματι dem πρώ τως ὁρᾶν τὸ λευκόν S. Emp. adv. log. 2, 209); auch von Schiffen, die unter einander gerathen und in der Verwirrung sich selbst beschädigen, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον, Her. 8, 89, wie auch 8, 16 ταρασσομένων τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας zu nehmen ist; Xen. An. 7, 3, 38; αὐτομάτως ποτὲ περιπεσόντες αὐτοῖς, Pol. 1, 58, 8; vgl. noch ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ, daß du nicht mit dir selbst in Widerspruch geräthst, Luc. Mort. D. 26, 2.