προστιμάω

From LSJ
Revision as of 19:39, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῑμάω Medium diacritics: προστιμάω Low diacritics: προστιμάω Capitals: ΠΡΟΣΤΙΜΑΩ
Transliteration A: prostimáō Transliteration B: prostimaō Transliteration C: prostimao Beta Code: prostima/w

English (LSJ)

   A award further penalty (cf. ἀτίμητος), in Act. of the court, π. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Pl.Lg.767e, cf. 943b, Arist.Ath.63.3; πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ D.24.114, cf. 103; π. τῷ δημοσίῳ adjudge to the treasury as a debt, Id.21.44; τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ π. ὅσονπερ τῷ ἰδιώτῃ ibid.:—Med., of the individual δικαστής who proposed the additional penalty, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία (sc. τὸ δεδέσθαι (, προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον Lex ap. D. 24.105, cf. Legem ap.Lys.10.16:—Pass., impers., εἴ τινι τῶν ὀφειλόντων δεσμοῦ προστετίμηται if the further penalty of imprisonment has been laid on him, D.24.46, cf. 60, 207; εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι Id.47.43; προστιμάσθω πρὸς χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅς ον ἂν δόξῃ IG22.1368.88.

German (Pape)

[Seite 783] zur gesetzmäßigen Strafe noch eine Verschärfung derselben hinzuerkennen; προστιμᾶν τοὺς κρίναντας τὴν δίκην, ὅτι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν αὐτόν, Plat. Legg. VI, 767 c; ἡ ἡλιαία προστιμᾷ, Lys. 10, 16; εἴ τινι προστετίμηται, Dem. 24, 44; oft τινὶ δεσμόν, ib. 103, wie τῷ ἀργυρίῳ δεσμόν ib. 114.